- υπερσπληνισμός
- ο, και υπερσπληνία, η, Νιατρ. κλινικό σύνδρομο που συνδυάζει παγκυτταροπενία τού περιφερειακού αίματος με αδιατάρακτη τη λειτουργία τού μυελού τών οστών και σπληνομεγαλία, θεωρούμενη ως εκδήλωση υπερλειτουργίας ή δυσλειτουργίας τής σπλήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypersplenism < υπερ-* + σπλήν, -ηνός + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.